κλανιά

κλανιά
η [κλάνω]
πορδή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλανία — κλανίον bracelet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλανιάρης — άρα, άρικο, θηλ. και κλανού [κλανιά] 1. πορδαλάς 2. μτφ. φοβιτσιάρης …   Dictionary of Greek

  • πορδοκλανιό — το, Ν τόπος ή περίσταση όπου ο καθένας μπορεί να λέει ή να κάνει ασύστολα οτιδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + κλανιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”